Το μεγαλύτερο όνειρο στις μέρες μας των χιλιάδων ανέργων ή εργαζόμενων- δουλοπάροικων είναι να καταφέρουν να μπουν στο ταμείο ανεργίας. Να καταφέρουν να συμπληρώσουν όπως- όπως 6 μήνες δουλειάς (χτυπώντας ακόμα και 12ώρα ή 14ωρα), πηγαίνοντας πρωί- απόγευμα, με μηνιάτικο- χαρτζιλίκι, μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν φεύγοντας το Ταμείο. Γιατί ότι θα φύγουν, είναι το μόνο σίγουρο. Για άλλους 6 μήνες να τη βγάλουν με το επίδομα και μετά βλέπουμε. Μπορεί να γίνει κάνα θαύμα. Ο Θεός είναι μεγάλος...
Υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να δουλέψουν αξιοπρεπώς, με κανονικό μισθό (όσο στο διάολο είναι αυτός) και ωράριο και ασφάλιση (κάτι απαιτήσεις που έχουν κι αυτοί!), που διατηρούν κάποια ίχνη υπηρηφάνειας και πείσματος, αλλά ως πότε;
Ως πότε θα αντέχεις αδερφέ; Μέχρι να σου κόψουν το ρεύμα ή το νερό (στο παρά τσακ τα γλυτώνεις πάντα), μέχρι πότε θα μπορείς να βλέπεις τα παιδιά σου χωρίς παπουτσάκια;
Ένας άντρας πάνω από τα 45 άνεργος, με 3 παιδιά, είναι καταδικασμένος. Έχει πάνω του πολλά βαρίδια για τον κάθε πιθανό εργοδότη, που ψάχνει φρέσκο κρέας και πρόθυμο σε οποιαδήποτε απαίτηση. Κι από πάνω να ακούει και τις συμβουλές φίλων και γνωστών: «Πήγαινε να δουλέψεις έστω και για ένα 500άρικο, για 400 €, θες να πεινάσουν τα παιδιά σου; Όλοι κάνουν υποχωρήσεις, αγριεύουν τα πράγματα».
Βλέπω καμαριέρες στα μεγάλα ξενοδοχεία σακατεμένες απ’ την πολλή δουλειά, φέτος προσέλαβαν το 1/3 του προσωπικού για οικονομία. Γυρίζουν στο σπίτι κομμάτια. Δεν μπορούν να κλείσουν τα δάχτυλα των χεριών τους, τα πόδια τούμπανο τα βάζουν στη λεκάνη με κρύο νερό. Έχουν οικογένειες ολόκληρες να συντηρήσουν αυτά τα 2 χέρια. Και κάνουν το σταυρό τους να «πιάσουν» τους μήνες για το ταμείο.
Αυτές που δουλεύουν στα μικρά έχουν 2 δοχεία χλωρίνες και απορρυπαντικά για να καθαρίζουν όλη τη βδομάδα. Μεσοβδόμαδα τελειώνουν. «Θέλουμε είδη καθαριότητας, τέλειωσαν», λένε στον ξενοδόχο. «Να φροντίζεται να σας φτάνουν, να βάζετε λιγότερο υγρό». Οι τουρίστες διαμαρτύρονταν για την έλλειψη καθαριότητας, βλέπουν τα πατώματα σφουγγαρισμένα με σκέτο νερό, τα μπάνια θαμπά, να μυρίζουν θρασουλίλα, τα βάζουν με το προσωπικό, διαμαρτύρονται, μαζεύουν τα μπογαλάκια τους και φεύγουν.
Οι καθαρίστριες συνεννοούνται, πάνε στο τοπικό Σούπερ Μάρκετ, βάζουν ρεφενέ τα λεφτά και αγοράζουν χλωρίνες και ΑΖΑΞ για να κάνουν τη δουλειά τους. Να μείνει το ξενοδοχείο καθαρό, να μη φύγουν οι πελάτες, να μην χάσουν τη δουλειά τους.
Η Αλέκα δουλεύει για 620 €, 4 χρόνια τώρα, σε ένα κατάστημα, την τελευταία φορά που τόλμησε να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό της, πήρε την απάντηση: «τώρα απολύουνε, δε δίνουνε αυξήσεις», το βούλωσε, μεγαλώνει ένα παιδί μόνη της μ’ αυτά τα λεφτά, τουλάχιστον της περνάει ένσημα, κάνει το σταυρό της...
Ο Μιχάλης είναι «καθηγητής», 28 χρονών, δεν έχει ούτε ένα ένσημο. Μένει με τους δικούς του, προσπαθεί να φέρει κανένα φράγκο στο σπίτι, μήπως και σπουδάσουν και τα άλλα αδέρφια του, είναι ο μεγαλύτερος. Παίρνει το ποδήλατο να πάει από τη μια άκρη της πόλης στην άλλη να κάνει κανένα ιδιαίτερο στη χάση και στη φέξη. Το χειμώνα στάθηκε τυχερός, του βρήκαν δουλειά σ’ ένα φροντιστήριο (παρακαλώντας τον ιδιοκτήτη), να διορθώνει τις εκθέσεις. Του έδιναν 40 ευρώ το μήνα. Κάποια βράδια έκανε αφισοκολλήσεις, είναι φιλότιμο παιδί, δεν απαξιώνει καμιά δουλειά, μόνο να φέρει καμιά τσάντα τρόφιμα στο σπίτι, να μη νιώθει άχρηστος πως τον ταΐζουν οι δικοί του. Έπαιρνε τη μικρή του αδερφούλα μαζί, σκαρφάλωνε στην πλάτη του για να κολλά τις αφίσες εκείνη στα ψηλά σημεία όπου δεν έφτανε αυτός.
Την ιστορία του Μιχάλη τη διηγούμουνα σε μια παρέα, που έκπληκτοι αναρωτιόνταν που γνωρίζω όλους αυτούς τους ταλαίπωρους, τους «αποτυχημένους» ανθρώπους. Είχαν μια έκφραση απαξίωσης, ανάμεικτη με αηδία. Η πιο καλοντυμένη κυρία της παρέας, γύρισε στο τέλος και ρώτησε με πλήρη απάθεια: «Και γιατί δεν πάει στο εξωτερικό να δουλέψει;;;»
Γυρίζω και την παρατηρώ για λίγη ώρα ακίνητη. Έχει το βλέμμα της αγελάδας.
«Συνειδητοποιείς ότι αυτό το παιδί δεν έχει τη δυνατότητα να μπει στο καράβι και να ριχτεί μεσοπέλαγα στη θάλασσα να πνιγεί, γιατί απλά δεν έχει τα λεφτά να αγοράσει το εισιτήριο;»
Τζάμπα κόπος. Kάποιοι επιμένουν να ζητάνε ψωμί, ενώ είναι πιο νόστιμο το παντεσπάνι...
Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα αυτό το αντικείμενο του πόθου θα πάψει να υπάρχει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτσι να πείς στην κυρία με το αγελαδινό βλέμα.
Πολύ ωραία ανάρτηση Ανατολή !
Χαιρετισμούς απο Πούπα
Σε χαιρετώ Πούπα,
ΑπάντησηΔιαγραφήελπίζω τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη να μην είναι τόσο δύσκολα...
Συναντώ καμιά φορά στο δρόμο την Κατερίνα, την παλιά μου συμμαθήτρια. Έχει τα ίδια αθώα γαλάζια μάτια, όπως τότε. Φοβάμαι να τη ρωτήσω τα νέα της. Άραγε ο άντρας της ακόμα δουλεύει; Θα την ξαναπάρουνε στο ξενοδοχείο; Θα μαζέψει τα ένσημα για το ταμείο το χειμώνα; Το Μάη αγωνιούσε, είχε περάσει ο καιρός και δεν την είχαν καλέσει. «Για αυτήν την Ελλάδα πολέμησαν οι γονείς μας; Κάνανε τόσο αγώνα να διώξουν τους Γερμανούς και ξαναγίναμε δούλοι», μου έλεγε με παράπονο, όχι με οργή. «Πώς θα ζήσουμε; Τι θα απογίνει η χώρα μας;», «Ευτυχώς που έχεις μόνο ένα παιδί», λέω εντελώς αυθόρμητα χωρίς να σκεφτώ και βλέπω τα μάτια της να βουρκώνουν. Τι ξεφούρνισα; Δαγκώθηκα. Μου ήρθε στο νου το δεύτερο αγοράκι της, το πιο όμορφο μωρό που έχω δει ποτέ μου, ίδιο ζωγραφιστό αγγελάκι. Το είχα κρατήσει αγκαλιά στο Νοσοκομείο, όταν πήγα να τους επισκεφτώ. Μου γελούσε. Πέθανε πριν κλείσει χρόνο. Βλάβη στην καρδιά.
Τι ήθελα και άνοιγα το στόμα μου;