Οι γριές της Κάτω Γειτονιάς (5-6 τον αριθμό), κάθονται στην αυλή της κυρά- Χρυσούλας, βραδάκι και αποσπερίζουνε. Την τηλεόραση την κλείσανε πάνω στις ειδήσεις για να μην τις αποκουζουλάνει τελείως, έτσι όπως μετέδιδε τη λαίλαπα των νέων μέτρων που’ ρχεται από Σεπτέμβρη μεριά.
-Ήντα κατάλαβες από ούλα τούτα που λένε, Παναγιώτα;
- Ότι θα μασε κατεβάσουνε κι άλλο τη σύνταξη. Αυτό κατάλαβα. Γιατί πρέπει να βουλώσουνε τα ελλείμματα και τσι τρύπες.
- Εμένα θα την κατεβάσουνε; Γιάντα πολλά παίρνω; Εκουζουλαθήκανε; Από τσι πλούσιους πρέπει να κόψουνε. Από κείνους που τονε περισσεύουνε.
- Γιάντα θα σε λυπηθούνε εσένα; Σε γνωρίζουνε προσωπικά; Ρωτά η Χρυσούλα που ήτανε φουρκισμένη απ’ το μεσημέρι που τηνε φυτίλιασε ο γιός της ο μεγάλος όταν ήρθε να την επισκεφτεί. Είχε δει στο Ίντερνετ το μισθό που θα πάρει το Σεπτέμβρη, 120 ευρώ λιγότερα και βλαστημούσε. Ξινή της έβγαλε την κυριακάτικη επίσκεψη.
«Κάνε οικονομίες, δε χρειάζεται να παίρνεις κάθε βδομάδα ένα κασόνι γκαζόζες, από τον άλλο μήνα θα ακριβύνουν», τη χτύπησε εκείνος εκεί που πονούσε, στη μοναδική πολυτέλεια, στη μοναδική σπατάλη που έκανε η μάνα του.
«Για μένα τσι παίρνω παιδάκι μου;», προσπάθησε να δικαιολογηθεί η γυναίκα για πολλοστή φορά, «για να κερνώ τσι παίρνω, δεν κατέεις πως επαέ μαζεύεται όλη η γειτονιά;».
«Εγώ σε προειδοποιώ πάντως πως απ’ τον άλλο μήνα θα σου κόψουνε κι άλλο τη σύνταξη», είπε να την προετοιμάσει εκείνος.
«Κι ήντα θα στέλνω του κοπελιού στην Αθήνα;». Η γριά έστελνε του «κοπελιού», μηχανικός γύρω στα 50 που είχε να σταυρώσει δουλειά πάνω από χρόνο, τη μισή της σύνταξη εδώ και καιρό.
Η Βαγγελιώ του Σταύρακα που την είχε μισοπάρει ο ύπνος ξύπνησε απ’ τη φασαρία.
- Ήντα θα κατεβάσουνε, λέτε;
- Τις συντάξεις τον άλλο μήνα.
- Καλά, τον άλλο μήνα θα τσι κατεβάσουνε και ποιο μήνα θα τσι ανεβάσουνε;
Η Φουρομαρία που δεν είχε μιλήσει όλη την ώρα, πετάγεται από την άκρη της αυλής:
- Κι ήντα τον επεράσετε το μιστό και τη σύνταξη για να ξαναανέβει αφού κατέβει; Κυλότα; Ο μιστός και η σύνταξη είναι σαν το πουλί των αντρών άμα γεράσουνε. Έτσι και κατέβει δεν ξανανεβάινει ποτές του! Μόνο πάρτε το απόφαση και βολευτείτε μ’ αυτά που παίρνετε, γιατί ανέβασμα δε θα ξαναδείτε!
- Δε φοβόμαστε εμείς οι παλιοί, έχουμε περάσει Κατοχή και ξέρουμε από πείνα, λέει η Παναγιώτα καρτερικά.
Η Χρυσούλα την αγριοκοιτάζει.
- Κατοχή; Εγώ κατέω πως ο πατέρας μου είχε ένα οπλοπολυβόλο που το’χε πάρει απ’ τσι Γερμανούς οντε νε πέσανε κι είχε φάει πολλούς από δαύτους με κείνο το εργαλείο.
- Μα τότες ήτανε κατοχή, κείνοι ήταν εχθροί, Γερμανοί, μωρέ Χρυσούλα....
- Γιάντα τούτοι ήντα ‘ναι; Δικοί μας είναι; Έλληνες είναι;
Η συζήτηση διακόπηκε απότομα. Ακούστηκαν βήματα. Ο Γιώργης ο Κεκές κατηφόριζε...
πολύ καλό
ΑπάντησηΔιαγραφή